-
1 благородный
благород||ныйприл εὐγενής, εὐγενικός, γενναιόφρονας [-ων]:\благородный поступок ἡ ευγενική πράξη; ◊ \благородный металл τό εὐγενές Μ**«αλλο[ν], τό πολύτιμο[ν] μέταλλο[ν].. -
2 металл
το μέταλλ/οнаплавлять - γεμίζω με -, ηλεκτροκολλώ με --тяжёлый - хим. βαρύ -чёрные - ы μαύρα - α, ευτελή - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > металл
-
3 газ
το αέριοсбрасывать - (авто) μειώνω/ρίχνω την ταχύτηταблагородный - ευγενές/αδρανές -болотный - των ελών/βάλτων, το μεθάνιοвредный - επιβλαβές -, βλαβερό -выхлопной - εξαγωγής, το καυσαέριοгремучий - εκρηκτικό -, ελώδες -сжиженный - υγροποιημένο -, το υγραέριο-ядовитый - τοξικό/δηλητηριώδης -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газ
-
4 опал
мин. το οπάλιοблагородный - ευγενές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опал
-
5 металл
-а α.μέταλλο•цветные -ы έγχρωμα μέταλλα•
драгоценные -ы τα πολύτιμα μέταλλα•
благородный металл ευγενές ή πολύτιμο μέταλλο.
εκφρ.презренный металл – (αστ.) παλιοχρήματα, παλιοπαράδες.